βοσκήματα

βοσκήματα
βόσκημα
that which is fed
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βοσκήματ' — βοσκήματα , βόσκημα that which is fed neut nom/voc/acc pl βοσκήματι , βόσκημα that which is fed neut dat sg βοσκήματε , βόσκημα that which is fed neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • OVIS Gemellipara — seu διδυμοτόκος, Cantici c. 4. v. 2. Dentes tui sunt, ut grex ovium aequalium, quae ex lavacro ascendunt, et omnes sunt gemilliparae, neque ulla est, quae abortiat: unde hallucinantur Arabes quidam Scriptores, qi ovem quotannis semel tantûm… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αλήιος — (I) ἀλήϊος, ον (Α) αυτός που δεν έχει σιτοφόρες γαίες, φτωχός, ακτήμονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λήιον «αθέριστοι καρποί στο χωράφι, σπαρτά»]. (II) ἀλήϊος, ον (Α) αυτός που δεν έχει λεία, δηλαδή αγέλες, βοσκήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. +… …   Dictionary of Greek

  • βοσκηματώδης — βοσκηματώδης, ες (AM) [βόσκημα] αυτός που ταιριάζει σε βοσκήματα, ζωώδης …   Dictionary of Greek

  • επινέμω — ἐπινέμω (Α) 1. διαμοιράζω 2. απονέμω («ἡ φύσις τὰς πρὸς τὴν σύστασιν ἡμῶν ἀφορμάς ἐπινείμασα», Γρηγ. Νύσσ.) 3. βόσκω κοπάδι σε ξένο βοσκότοπο («ἐάν τις βοσκήματα ἐπινέμῃ, τάς βλάβας ὀρῶντες κρινόντων καὶ τιμώντων», Πλατ.) 4. έχω το δικαίωμα νομής …   Dictionary of Greek

  • θρέμμα — το (ΑΜ θρέμμα) [τρέφω] 1. ό,τι έθρεψε ή ό,τι τρέφει κάποιος, το ανάθρεμμα, το βρέφος ή το παιδί 2. (και στον πληθ.) τα θρέμματα τα ζώα που τρέφονται από τον άνθρωπο, τα βοσκήματα νεοελλ. μσν. φρ. «γέννημα και θρέμμα» αυτόχθονος κάτοικος μσν.… …   Dictionary of Greek

  • ιπποφόρβιον — ἱπποφόρβιον, τὸ (Α) [ιπποφορβός] 1. αγέλη ίππων («ἱπποφόρβια καὶ ἄλλά παντοδαπὰ βοσκήματα», Ξεν.) 2. ιπποτροφείο* («καὶ οἱ ἰδίᾳ τρεφόμενοι τῶν ἐν τοῑς ἱπποφορβίοις», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • καλαύροψ — καλαῡροψ και εσφ. γρφ. καλάβροψ, ἡ (Α) μακριά ποιμενική ράβδος με κυρτωμένη λαβή στο ένα άκρο, όπως η σημερινἡ (α)γκλίτσα, και χρησίμευε στο να επαναφέρει ο βοσκός στο κοπάδι τα βοσκήματα που είχαν απομακρυνθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιολ. καλα Fροψ, τού …   Dictionary of Greek

  • οπλίας — ὁπλίας (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁπλίας, Λοκροὶ τοὺς τόπους ἐν οἶς συνελαύνοντες ἀριθμοῡσι τὰ πρόβατα καὶ τὰ βοσκήματα». [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, προέρχεται από τη λ. ὁπλή, πιθ. λόγω τού ότι σ αυτούς τους τόπους υπήρχαν πολλά ίχνη από οπλές ζώων] …   Dictionary of Greek

  • πολυθρέμματος — ον, Α (για τόπο) αυτός που έχει άφθονα βοσκήματα, αυτός που τρέφει πολλά ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θρεμματος (< θ. θρεπ τού ἔθρεψα, αόρ. τού τρέφω), πρβλ. φιλο θρέμματος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”